- απακμή
- ἀπακμή, η (Α)η παρακμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπακμή — decline fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπακμήν — ἀπακμή decline fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek